ἀπεριορίστων

ἀπεριορίστων
ἀπεριόριστος
unlimited
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… …   Dictionary of Greek

  • μικροοικονομική — Μελέτη των οικονομικών φαινομένων στο επίπεδο της οικονομικής μονάδας (καταναλωτής, επιχείρηση). Τα διαχωριστικά όρια με την μακροοικονομική (βλ. λ.) είναι σχετικά δυσδιάκριτα. Ωστόσο σε γενικές γραμμές μπορεί να ειπωθεί ότι η μ. εστιάζει στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”